συμβολικοῦ

συμβολικοῦ
συμβολικός
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Καταθυμικά Φαντασιωσική Ψυχοθεραπεία — Η θεραπεία της κατευθυνόμενης ονειροπόλησης του Leuner είναι βραχεία ψυχοθεραπευτική τεχνική, που κατατάσσεται στις τεχνικές που χρησιμοποιούν στην φαντασίωση. Στο τέλος της δεκαετίας του ’40, o H. Leuner ασχολήθηκε με την πειραματική μελέτη του… …   Wikipedia

  • άβακας — I Αρχιτεκτονικό στοιχείο, χαρακτηριστικό των αρχαίων ρυθμών: η πέτρινη ή μαρμάρινη, τετράγωνη, πολυγωνική ή κυκλική πλάκα, που είναι τοποθετημένη επάνω από το κιονόκρανο. Μικρού πάχους κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, αποκτά μεγαλύτερο ύψος στη …   Dictionary of Greek

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • μπουτσιντόρον — μπουτσιντόρον, τὸ (Μ) ονομασία τού μεγάλου χρυσοστόλιστου πλοίου στο οποίο επέβαινε με μεγάλη επισημότητα ο δόγης τής Βενετίας, συνήθως κάθε χρόνο κατά την ημέρα τής Αναλήψεως για την τελετή τού συμβολικού του γάμου με τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ομόλογος — η, ο (ΑΜ ὁμόλογος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο, αντίστοιχος, ανάλογος, σύστοιχος, σύμμετρος («ομόλογα σχήματα» ή «ομόλογα σημεία» σχήματα ή σημεία τα οποία αντιστοιχούν το ένα προς… …   Dictionary of Greek

  • παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… …   Dictionary of Greek

  • τηλεγραφία — η, Ν τηλεπ. 1. σύστημα τηλεπικοινωνίας με το οποίο διαβιβάζονται ηλεκτρικώς, ακουστικώς ή οπτικώς πληροφορίες κωδικοποιημένες βάσει ενός συμβολικού αλφαβήτου 2. ο κλάδος τής ηλεκτρολογίας που μελετά τις μεθόδους και τα μέσα τής τηλεγραφικής… …   Dictionary of Greek

  • τηλεπικοινωνία — η, Ν 1. η εκπομπή, μετάδοση ή λήψη πληροφοριών τυπικού ή συμβολικού κειμένου, ήχου, εικόνας κ.λπ., με τη βοήθεια κυκλωμάτων που σχηματίζονται από ηλεκτρικούς αγωγούς, οπτικές ίνες ή ηλεκτρομαγνητικά κύματα 2. στον πληθ. οι τηλεπικοινωνίες το… …   Dictionary of Greek

  • Βαλερί, Πολ — (Paul Valéry, Σετ, Ερό 1871 – Παρίσι 1945). Γάλλος ποιητής. Σπούδασε στο Μονπελιέ και από το 1894 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τον Μαλαρμέ, ο οποίος επέδρασε αποφασιστικά στη διαμόρφωση του ταλέντου του. Με την Εισαγωγή στη μέθοδο… …   Dictionary of Greek

  • Γουάιλντ, Όσκαρ — (Oscar Wilde, Δουβλίνο 1854 – Παρίσι 1900). Άγγλος συγγραφέας. Σπούδασε στην Οξφόρδη και επηρεάστηκε από τις απόψεις περί αισθητικής του Τζον Ράσκιν (αν και δεν δέχτηκε ποτέ τη θεωρία του για την ηθική βάση της τέχνης) και του Γουόλτερ Πέιτερ·… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”